- εγκαθυβρίζω
- ἐγκαθυβρίζω (Α)φέρομαι αδιάντροπα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγκαθυβρίσαι — ἐγκαθυβρίζω riot aor inf act ἐγκαθυβρίσαῑ , ἐγκαθυβρίζω riot aor opt act 3rd sg ἐγκαθῡβρίσαι , ἐγκαθυβρίζω riot aor inf act ἐγκαθῡβρίσαῑ , ἐγκαθυβρίζω riot aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαθυβρίζειν — ἐγκαθυβρίζω riot pres inf act (attic epic) ἐγκαθῡβρίζειν , ἐγκαθυβρίζω riot pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)